ακέντρωτος

ακέντρωτος
-η, -ο
αυτός που δεν μπολιάστηκε: Άφησαν τις αγριλιές ακέντρωτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακέντρωτος — η, ο [κεντρωτός] 1. αυτός που δεν τόν έχουν κεντρίσει, δεν τόν έχουν τρυπήσει με κεντρί 2. ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”